- ματαιοκόπος
- ματαιοκόπος, -ον (Μ) αυτός που μάταια κοπιάζει.[ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + κόπος (πρβλ. λαμνο-κόπος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μάταιος — η ο, θηλ. και α, (ΑM μάταιος, ον, θηλ. και αία) (για λόγια ή πράξεις) άσκοπος, ανώφελος, άχρηστος, αυτός που δεν φέρνει αποτέλεσμα, ατελεσφόρητος (α. «παῡσαι λέγων λόγους ματαίους», Η ρόδ. β. «ἄνθρωποι δὲ μάταια νομίζομεν», Θέογν.) νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
ματαιοκοπία — ματαιοκοπία, ἡ (Α) η ματαιοπονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αρχ. ματαιοκόπος] … Dictionary of Greek